- φανεροποίησις
- -ήσεως, ἡ, ΜΑ [φανεροποιῶ]1. το να καθιστά κανείς κάτι φανερό2. μτφ. εξήγηση, ερμηνεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φανεροποιήσει — φανεροποίησις illustration fem nom/voc/acc dual (attic epic) φανεροποιήσεϊ , φανεροποίησις illustration fem dat sg (epic) φανεροποίησις illustration fem dat sg (attic ionic) φανεροποιέω explain aor subj act 3rd sg (epic) φανεροποιέω explain fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)